ἀμοιβαίου

ἀμοιβαίου
ἀμοιβαί̱ου , ἀμοιβαῖος
giving like for like
masc/neut gen sg
ἀμοιβαί̱ου , ἀμοιβαῖος
giving like for like
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλόχρεος — ον (Α ἀλληλόχρεος) ο συνδεδεμένος με αμοιβαία χρήση πράγματος 2. ο υφιστάμενος με σχέση αμοιβαίου χρέους 3. στον πληθ. αλληλόχρεοι αυτοί που χρωστούν ο ένας στον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + χρέος] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… …   Dictionary of Greek

  • περσόνα — η, Ν 1. μάσκα, θεατρικό προσωπείο 2. φρ. «περσόνα γκράτα» (νομ.) το αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό από την πολιτική εξουσία ξένης χώρας ως εκπρόσωπος τής εξουσίας τής χώρας του ή ευρύτερα ιδιωτικών ή δημόσιων συμφερόντων αμοιβαίου… …   Dictionary of Greek

  • συνεργασία — η, ΝΑ [συνεργάζομαι] νεοελλ. 1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο 2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική») 3. (κοινων.) μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Τίτο — (ψευδώνυμο του Γιόσιπ Μπροζ, Κούμροβετς, Ζάγκρεμπ 1892 – Βελιγράδι 1980). Γιουγκοσλάβος πολιτικός. Εργάτης μεταλλουργίας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Ρώσους και μετά τον επαναπατρισμό του καταδικάστηκε το 1928 για… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”